- κατέβαλα
- κατέβᾱλα , καταβάλλωthrow downaor ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβάλλω — κατέβαλα, καταβλήθηκα, καταβεβλημένος 1. βάλλω κάτω κάποιον, τον ρίχνω κάτω: Κατέβαλε τον αντίπαλό του στην πυγμαχία. 2. νικώ, υπερνικώ, υπερισχύω: Η Ρώμη κατέβαλε τελικά την Καρχηδόνα. 3. πληρώνω: Κατέβαλα την πρώτη δόση του φόρου. 4. η μτχ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καταβάλλω — καταβάλλω, κατέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής